μορμώ

μορμώ
Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να φοβίζουν τα άτακτα παιδιά. Παρίστανε ένα φανταστικό τέρας που είχε τη μορφή λύκου. Μορμολύκεια ονόμαζαν και τα προσωπεία που φορούσαν οι ηθοποιοί στο θέατρο.
* * *
και μορμώνα, ἡ (Α μορμώ και μορμών και, κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα, μομβρώ και, κατά τον Ησύχ., μομμώ)
1. μορμολύκειο, φόβητρο, σκιάχτρο
2. ως κύρ. όν. η Μορμώ
τέρας τής αρχαίας μυθολογίας με το οποίο φόβιζαν τα μικρά παιδιά λέγοντας ότι δάγκωνε τα άτακτα παιδιά και τά έκανε κουτσά
αρχ.
επιφώνημα για τον εκφοβισμό μικρών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορμ-ώ προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. Γοργώ) και ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *mormo- «φρίκη, φρικτός, κυρίως όσον αφορά τη θέα φαντασμάτων», ενώ συνδέεται πιθ. με λατ. formidō «φόβος» (που προήλθε με ανομοίωση). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά, ήταν δηλ. ένα είδος θηλυκού μπαμπούλα, πρβλ. Ακκώ, Αλφιτώ. Οι τ. Μομμώ και Μομβρώ είναι παράλληλοι παρεφθαρμένοι τ. Η λ. μαρτυρείται στο ανθρωπωνύμιο Μόρμυθος (πρβλ. Γόργυθος: Γοργώ), ενώ το ανθρωπωνύμιο Μυρμίδας και η ονομ. τού λαού Μυρμιδόνες συνδέονται πιθ. με τη λ., ενώ, κατ' άλλους, με τη λ. μύρμηξ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μορμῶ — μορμώ she monster fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) μορμώ she monster fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορμῶ — Μορμώ she monster fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμώ — she monster fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμοῦς — μορμώ she monster fem nom/voc pl μορμώ she monster fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμόνα — μορμώ she monster fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμόνας — μορμώ she monster fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμόνος — μορμώ she monster fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορμών — Μορμώ she monster fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμών — μορμώ she monster fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mormo — (griechisch Μορμώ, Μορμών, auch Mormolyke oder Mormolykia) ist in der griechischen Mythologie ein weibliches Gespenst, das Ähnlichkeiten mit der Lamia und Gello aufweist.[1] Mit dieser dämonischen Gestalt drohte man kleinen Kindern;[2] Mormo …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”